- ἀηδονίου
- ἀηδόνιονneut gen sgἀηδόνιοςof a nightingalemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αηδονολαλιά — η 1. λαλιά, κελάηδημα αηδονιού 2. ομιλία ή τραγούδι γλυκό σαν τού αηδονιού … Dictionary of Greek
αηδόνισμα — το [αηδονίζω] 1. κελάηδημα αηδονιού 2. γλυκό τραγούδι σαν τού αηδονιού … Dictionary of Greek
αηδονάτος — η, ο αυτός που έχει φωνή αηδονιού, καλλίφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + παραγ. κατάληξη άτος] … Dictionary of Greek
αηδονήσιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στο αηδόνι 2. γλυκός σαν το τραγούδι τού αηδονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + παραγ. κατάληξη ήσιος] … Dictionary of Greek
αηδονίζω — 1. μιμούμαι τη φωνή, το κελάηδημα τού αηδονιού, τραγουδώ γλυκά 2. φλυαρώ, μιλώ χαρούμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι. ΠΑΡ. αηδόνισμα, αηδονισμός, αηδονίστικος] … Dictionary of Greek
αηδονιά — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 210 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 311 κάτ.) του νομού Κορινθίας.… … Dictionary of Greek
αηδονολάλημα — το [αηδονολαλώ] 1. κελάηδημα αηδονιού 2. γλυκό τραγούδι 3. στον πληθ. φλυαρίες … Dictionary of Greek
αηδονολαλούσα — η 1. αυτή που έχει γλυκιά φωνή σαν τού αηδονιού («η κιθάρα μου η αηδονολαλούσα») 2. (ειρωνικά) γυναίκα φλύαρη και ψεύτρα ή με γλώσσα χυδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετοχή τού αηδονολαλώ σε χρήση επιθέτου] … Dictionary of Greek
αηδονοφωλιά — η φωλιά αηδονιού … Dictionary of Greek
αηδονόλαλος — η ο αυτός που έχει φωνή γλυκιά σαν τού αηδονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + λαλώ] … Dictionary of Greek